κολλητικά

κολλητικά
κολλητικός
glutinous
neut nom/voc/acc pl
κολλητικά̱ , κολλητικός
glutinous
fem nom/voc/acc dual
κολλητικά̱ , κολλητικός
glutinous
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κολλητικάς — κολλητικά̱ς , κολλητικός glutinous fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλητικός — ή, ό (AM κολλητικός, ή, όν, Α δωρ. τ. κολλατικός, ή, όν) [κολλητός] αυτός που χρησιμεύει για κόλληση, αυτός που έχει την ιδιότητα να κολλά νεοελλ. 1. (για συνήθειες) αυτός που μεταδίδεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. το κολλητικό η κολλώδης ουσία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”